Τετάρτη 11 Απριλίου 2001

«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ»

9/4/2011

ΛΑΓΚΑΔΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΚΔΗΛΩΣΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ Ν.Ε. Β’ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝ

«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ»

ΛΙΤΣΑ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ

(βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Θεσσαλονίκης)

Αγαπητές φίλες και φίλοι

να ευχαριστήσω το Δήμο Λαγκαδά και το δήμαρχο Γιάννη Αναστασιάδη για τη συνεργασία και φιλοξενία της σημερινής εκδήλωσης.

Στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης χαίρομαι που έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε έστω και κάπως γενικά θέματα αγροτικής πολιτικής, να δούμε ορισμένα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας και το πιο θετικό να ακουστούν αιτήματα και απόψεις παραγωγών και φορέων τους.

Είναι μαζί μας επίσης ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Χουντής για τα θέματα που αφορούν την ΕΕ σχετικά με την αγροτική πολιτική και ο Κώστας Αμπατζάς δικηγόρος για τα θέματα της πολλαπλής συμμόρφωσης βάσει του ευρωπαϊκού κανονισμού, τα οποία έπρεπε ήδη να είναι γνωστά στους αγρότες με πρωτοβουλία του ΥΠΠΑΤ και σε συνεργασία με της πρώην Διευθύνσεις Γεωργίας και τους νέους Καλλικρατικούς Δήμους, ώστε οι αγρότες να μην χάσουν χρήματα.

Θεωρώ ότι μια τέτοια ουσιαστική συζήτηση θα είναι ένα είδος απάντησης στην πρόσφατη πρόταση του κυρίου Σκανδαλίδη προς την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας για τη δημιουργία ενός Κέντρου Αγροτικής Ανάπτυξης Βορείου Ελλάδας.

Κατά την άποψή μου είναι μια πρόταση επικοινωνιακού χαρακτήρα που είναι βέβαιο ότι θα μείνει στα χαρτιά και μακάρι να διαψευστώ.

Να πούμε ότι η συζήτηση για τη γεωργία και το μέλλον της γίνεται σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ότι ο παραγωγικός τομέας εν γένει έχει περιέλθει σε μια επικίνδυνη ύφεση.

Ο αγροτικός τομέας όμως αποδεικνύεται μετά από συνεχή φθίνουσα πορεία των τελευταίων χρόνων ότι είναι ένας τομέας όπου υπάρχει πραγματική παραγωγή και ότι έχει τα στοιχεία ώστε να μπορέσει να βοηθήσει στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας και ως ένα βαθμό στην έξοδο της χώρας από την κρίση.

Συνεπώς, η στήριξη των αγροτών και της αγροτικής παραγωγής αποτελεί πρωταρχική ανάγκη.

Η ελληνική γεωργία όπως και η γεωργία κάθε άλλη χώρας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σχεδιασμό και στήριξη.

Γιατί το πρόβλημα της γεωργίας και των κατοίκων της υπαίθρου σήμερα, δεν είναι μόνο πρόβλημα παραγωγής προϊόντων. Αποτελεί κοινή παραδοχή πλέον ότι το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας διαρκώς διευρύνεται.

Η απόκλιση αυτή αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στο εισόδημα (π.χ. της Αττικής είναι τετραπλάσιο από εκείνο της Ευρυτανίας) αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης, στοιχεία που οδηγούν τους κατοίκους της επαρχίας προς την Αθήνα τη Θεσσαλονίκη και τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε καν τα βασικά θέματα που απασχολούν τους κατοίκους της περιφέρειας, την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική μέριμνα και ασφάλεια και το εισόδημα.

Το αγροτικό οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται στο 50% του μέσου ελληνικού εισοδήματος, και μάλιστα με αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Οι υποδομές υγείας και κοινωνικής πρόνοιας είναι υποβαθμισμένες. Προσθέτοντας σε αυτά τον διαρκώς εντεινόμενο αποκλεισμό των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων από την εκπαιδευτική διαδικασία και τον πολιτιστικό μαρασμό, ολοκληρώνεται η εικόνα του κοινωνικού αδιεξόδου και της ασφυξίας που βιώνουν ιδιαίτερα οι νέοι στην περιφέρεια σήμερα. Άλλωστε για το καυτό θέμα που προέκυψε εδώ και μήνες και έχει να κάνει με τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολείων και στο Δήμο Λαγκαδά, έχουμε τοποθετηθεί έχουμε καταθέσει ερωτήσεις στη βουλή, συζητήθηκε η επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Μάρτη που επίσης θέσαμε και τα σχολεία της περιοχής και τέλος τη Δευτέρα ο πρόεδρος του ΣΥΝ και πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκε το Δήμαρχο Λαγκαδά και συναντήθηκε με τους φορείς που κινητοποιούνται ενάντια στη βούληση του Υπουργείου Παιδείας να κλείσει σχολεία με κριτήρια μόνον οικονομικά και όχι εκπαιδευτικά και κοινωνικά. Οι καταργήσεις σχολείων ειδικά στην ύπαιθρο θα έχει δραματικές επιπτώσεις και αντί να υπάρξει ενδυνάμωση θα βοηθήσει στην περαιτέρω ερημοποίηση. Επίσης καλούνται να λύσουν τα προβλήματα σχολικής στέγης και λειτουργικών εξόδων οι νέοι ΟΤΑ χωρίς να έχουν την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα.

Οι νέοι, για να μείνουν στον τόπο τους, χρειάζονται στήριξη, και στήριξη δεν σημαίνει μόνο επιδοτήσεις. Σημαίνει και δημιουργία συνθηκών απασχόλησης, επενδυτικών διαρθρώσεων και κυρίως άρση των ανισοτήτων κέντρου - περιφέρειας.


Η ελάττωση του χάσματος κέντρου-περιφέρειας απαιτεί δικαιότερη κατανομή των πόρων (εθνικών και κοινοτικών), δηλαδή μεγαλύτερη ενίσχυση της επαρχίας και ένα μακρόπνοο εναλλακτικό σχέδιο ανασυγκρότησης της υπαίθρου που θα εμπεριέχει ως βασικό πυλώνα την ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας.

Τίθεται όμως το ερώτημα: τι γεωργία θέλουμε;

Εμείς ως Συνασπισμός και ως ΣΥΡΙΖΑ απαντάμε, ότι θέλουμε μια γεωργία που θα εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικό εισόδημα στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση και θα προωθεί την ανάπτυξη των συνεταιρισμών, των ομάδων παραγωγών και άλλων συλλογικών μορφών αγροτικής δραστηριότητας.

Μια γεωργία που χρησιμοποιεί ορθολογικά ήπια μέσα φυτοπροστασίας και λίπανσης.

Μια γεωργία που σέβεται τους φυσικούς πόρους, που συμβάλλει στον περιορισμό της διάβρωσης, που περιορίζει την κατανάλωση και τη ρύπανση των υδάτινων πόρων, που προσπαθεί να παράγει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει αξιοποιώντας στο έπακρο την ηλιακή ενέργεια, που προστατεύει τη βιοποικιλότητα και δεν χρησιμοποιεί γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς.

Μια γεωργία που παράγει ποιοτικά προϊόντα, κατά τεκμήριο πιο πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, με αυστηρές προδιαγραφές και υπό τακτικό και διαρκή έλεγχο από ανεξάρτητους φορείς για την ασφαλή κατανάλωσή τους.

Ποιοτική γεωργία δεν μπορεί να ασκείται με τη στυγνή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και ιδίως των αλλοδαπών εργατών γης. Πρέπει να τους αναγνωριστεί η ουσιαστική συμβολή τους στη σημερινή αγροτική οικονομία, με πλήρη διασφάλιση ίσων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Φίλες και φίλοι υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια ότι η φθίνουσα πορεία που ακολουθούν η ελληνική γεωργία και η κτηνοτροφία δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε αναπόφευκτη. Ισχυριζόμαστε ότι η αρνητική εξέλιξη αυτού του δυναμικού παραγωγικού τομέα είναι αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων επιλογών αλλά και της αγροτικής πολιτικής που εφαρμόζεται από τις κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.

Η χώρα έχει ανάγκη από ένα εθνικό σχέδιο για την αγροτική ανάπτυξη που θα βάζει τις προτεραιότητες και θα έχει ένα βασικό στόχο: τη διασφάλιση του αγροτικού εισοδήματος με τη στήριξη των μικρομεσαίων αγροτών και της οικογενειακής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Η κοινή αγροτική πολιτική που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ και που θεώρησε ότι μπορεί να συμβάλει στην αγροτική ανάπτυξη της χώρας, δημιούργησε πολλά προβλήματα στον πρωτογενή τομέα. Επιπλέον, ο τρόπος που διαχειρίστηκε τις κοινοτικές ενισχύσεις μας στοίχισε 1,3 δις ως πρόστιμο που επέβαλε η ΕΕ προς την Ελλάδα για παράνομες αγροτικές επιδοτήσεις. Βασική αιτία ήταν ότι η χώρα δεν απέκτησε ποτέ με ευθύνη των κυβερνήσεων ένα αξιόπιστο και διαφανές σύστημα διαχείρισης των επιδοτήσεων.

Το λέω αυτό, διότι άρχισε να ακούγεται επιτέλους όλο και πιο συχνά ότι η αναθέρμανση της οικονομίας και σε ένα βαθμό η έξοδος από την κρίση μπορεί να έρθει από τη γεωργία. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια καταγράφεται αύξηση του αγροτικού πληθυσμού το 2010 κατά 8%: 60.000 άτομα, κυρίως νεαρής ηλικίας και υψηλού μορφωτικού επιπέδου δηλώνουν αγρότες.

Η εξέλιξη αυτή δυστυχώς πραγματοποιείται απρογραμμάτιστα, γιατί η κυβέρνηση αδυνατεί να διαχειριστεί αλλαγές και ρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο γεωργικός τομέας.

Αυτό που θεωρούμε ως ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα και το οποίο σχετίζεται με το αγροτο-διατροφικό πρόβλημα της χώρας, την επάρκεια σε ποιοτικά τρόφιμα και τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, είναι ο προβληματικός κλάδος της κτηνοτροφίας.

Είναι γνωστό και το γνωρίζουν αυτό καλύτερα οι έλληνες κτηνοτρόφοι, ότι η ελληνική κτηνοτροφία βρίσκεται σε κρίση και ότι υπάρχει πάντα κίνδυνος πολλοί απ’ αυτούς να την εγκαταλείψουν οριστικά. Και μιλάω και για τη συμβατική και για την βιολογική.

Το πρόβλημα ξεκινάει από τη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής. Είναι γνωστό ότι οι τιμές των ζωοτροφών αυξήθηκαν μέχρι και 150% ενώ οι τιμές παραγωγού συμπιέστηκαν στα κατώτατα επίπεδα που δεν κάλυπταν καν το κόστος παραγωγής, όπως έγινε και στην περίπτωση του καρτέλ γάλακτος.

Επίσης, εξακολουθούν να υπάρχουν οι ανεξέλεγκτες παραγωγές και οι παράνομες ελληνοποιήσεις που δυσκολεύουν την προώθηση των ελληνικών κτηνοτροφικών προϊόντων στην ελληνική αγορά.

Από εκεί και πέρα οι αλυσίδες εφοδιασμού αγροτο-διατροφικών προϊόντων καταδυναστεύουν παραγωγούς και μεταποιητές με τους βιομηχάνους και μεγαλέμπορους να ενεργούν με ασυδοσία σε βάρος των κτηνοτρόφων, και να συνεχίζεται βεβαίως το άνοιγμα ψαλίδας τιμών παραγωγού-καταναλωτή.

Για να προχωρήσει ο κλάδος της ελληνικής κτηνοτροφίας και να συνεχίσει να τροφοδοτεί τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, το εμπόριο και τις μεταφορές, πρέπει η κυβέρνηση να πάρει άμεσα μέτρα ανακούφισης των κτηνοτρόφων και να προωθήσει ρυθμίσεις μεσοπρόθεσμα για την ενίσχυση του κλάδου. Να παγώσει τα χρέη των κτηνοτρόφων για 3 χρόνια. Να μειώσει τον ΦΠΑ των ζωοτροφών στο 6,5%. Να παρέμβει στη διαμόρφωση των τιμών πάνω από το κόστος παραγωγής. Να δώσει επιστροφή φόρου πετρελαίου 4% επί των τιμολογίων πώλησης των κτηνοτροφικών προϊόντων. Να δώσει κίνητρα για τη δημιουργία μεταποιητικών μονάδων σε συνεταιρισμούς και ομάδες κτηνοτρόφων.

Υπάρχει έναν ανοιχτό ζήτημα που έχει άμεση σχέση με το αγροτικό εισόδημα: οι αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ. Με τις αποζημιώσεις των αγροτών μέσω ΕΛΓΑ παίζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και διαιωνίζουν μία κατάσταση με κύρια χαρακτηριστικά τη συντήρηση ενός υπερχρεωμένου οργανισμού και τη διαμόρφωση πελατειακών σχέσεων με τους αγρότες ασφαλισμένους.

Η ψήφιση του σχετικού νόμου το καλοκαίρι που μας πέρασε, δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα αυτά, παρά τις εξαγγελίες.

Ο ΕΛΓΑ εξακολουθεί να χρειάζεται εξυγίανση, οικονομική και πολιτική. Πρέπει να συνεχίσει να είναι ένας οργανισμός πρόνοιας, κοινής ωφέλειας, δημόσιου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που θα βασίζεται στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Γι’ αυτό πρέπει να του εξασφαλίζονται τα απαραίτητα κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου να καλύπτοντα έγκαιρα και δίκαια τους αγρότες οι οποίοι υπέστησαν ζημιές και είχαν απώλεια του εισοδήματός τους.

Ο κανονισμός του ΕΛΓΑ θα πρέπει να αλλάξει. Κλιματικές αλλαγές και νέες, επιπλέον, περιπτώσεις ζημιών πρέπει να συμπεριληφθούν. Να σταματήσουν οι κατ’ εξαίρεση αποζημιώσεις. Να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η εισφοροδιαφυγή, για την οποία ευθύνονται κυρίως έμποροι και ενώσεις που παρακρατούν ασφαλιστικές εισφορές και να οργανωθούν μηχανισμοί ελέγχου με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Να μειωθεί και να μην προκαταβάλλεται η εισφορά των αγροτών υπέρ ΕΛΓΑ από το 4% στο 3%, όσο δηλαδή ήταν πριν.

Να επισημάνω πως ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος ιδιαίτερα για τα μικρομεσαία νοικοκυριά δεν νοείται χωρίς την Αγροτική Τράπεζα. Θέλουμε μια τράπεζα που θα είναι προσανατολισμένη στη χρηματοδότηση και την ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής αλλά και του μεταποιητικού αγροτικού τομέα της χώρας. Και όλα αυτά υπό μία προϋπόθεση: να παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο, να διατηρήσει αλλά και θα επεκτείνει την εξειδίκευση της στην αγροτική παραγωγή που θα περιλαμβάνει φυσικά πρόσωπα παραγωγούς, συνεταιρισμούς, και θα ενισχύει προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης.

Παρά το ότι έχουμε μια θετική εξέλιξη με την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου της ΑΤΕ κατά 1,26 δις ευρώ, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, αν δεν περάσει τα ευρωπαϊκά τεστ, που θεωρώ πως γνωρίζετε που αποσκοπούν, τότε να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα εξυγίανσης με στόχο την εξαγορά της από ιδιώτες.

Ως ΣΥΝ αλλά και ως ΣΥΡΙΖΑ έχουμε τη σταθερή θέση ότι σε περιόδους κρίσης, πολύ περισσότερο, χρειάζεται ένας ισχυρός δημόσιος χρηματοπιστωτικός πυλώνας, όπου θα συμμετέχουν η αγροτική τράπεζα, το Ταμείο παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Βρισκόμαστε μπροστά σε σοβαρές εξελίξεις που θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Πρόκειται για το σχέδιο νόμου περί συνεταιρισμών που θα έρθει σύντομα στη Βουλή και αφορά όλους μας γιατί είναι γνωστό ότι ο ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών είναι οικονομικός και κοινωνικός.

Σήμερα στην Ελλάδα εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις οι συνεταιρισμοί, οι ενώσεις, η ΠΑΣΕΓΕΣ αλλά και οι κλαδικές τριτοβάθμιες οργανώσεις λειτουργούν αντίθετα προς τις τρεις βασικές συνεταιριστικές αρχές και σίγουρα όχι προς όφελος των αγροτών, της εθνικής οικονομίας και της κοινωνίας ειδικά της υπαίθρου.

Με το καθεστώς διανομής των επιδοτήσεων οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% του αγροτικού εισοδήματος σήμερα, και σε κάποιες καλλιέργειες και κλάδους κτηνοτροφίας το 80-90%, δημιουργήθηκε το ανώμαλο καθεστώς να μην αμείβεται η παραγωγή αλλά η σχέση των συνεταιρισμών με την εξουσία και την εκάστοτε κυβέρνηση, η σχέση των παραγωγών με τη διοίκηση και αντίστροφα, με αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε εκλογικούς και πελατειακούς μηχανισμούς.

Διαπιστώνεται απαξίωση των ιδεών και των αξιών του συνεταιρίζεσθαι που οδηγεί σε πλήρη υποβάθμιση του ρόλου των συνεταιρισμών και των συνεταιριστικών οργανώσεων της χώρας.

Αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό αν το συγκρίνουμε με την πορεία των συνεταιρισμών στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι παρεμβαίνουν ουσιαστικά στην παραγωγική και εμπορική διαδικασία, στηρίζουν το αγροτικό εισόδημα, μειώνουν το κόστος παραγωγής και διασφαλίζουν καλύτερες τιμές για τα προϊόντα.

Το σχέδιο νόμου που έχουμε στα χέρια μας του ΥΠΑΑΤ δημιουργεί πολλά ερωτηματικά ως προς τους στόχους που επιδιώκει και αν και κατά πόσο θα επιτύχει την εξυγίανση του συνεταιριστικού κινήματος.

Αυτό που προκύπτει είναι ότι το νέο νομοσχέδιο επιχειρεί να μετατρέψει τους συνεταιρισμούς σε ιδιωτικές εταιρείες και ότι ετοιμάζεται να τιμωρήσει συνεταιρισμούς εν ονόματι της εξυγίανσης με υποχρεωτικές εκκαθαρίσεις ακόμη και περιουσιακών στοιχείων που έφτιαξαν τα μέλη τους. Επίσης το ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο των 60.000 ευρώ είναι πάνω από τις δυνατότητες των μικρομεσαίων αγροτών και καθίσταται όρος ανέφικτος. Είναι ενδεικτικό της αντιμετώπισης των αλλαγών που προωθούνται, το γεγονός ότι οι τράπεζες με την κοινοποίηση του νομοσχεδίου σταμάτησαν τις χρηματοδοτήσεις ακόμα και σε υγιείς συνεταιρισμούς γιατί βλέπουν θολό το τοπίο. Ανάλογα συνέβη και με τους προμηθευτές που ζητάν άμεσα και στο χέρι τα χρήματά τους.

Πρέπει λοιπόν να αγωνιστούμε για να μπει οριστικά τέλος στους συνεταιρισμούς-σφραγίδα και στα μικροκομματικά, πελατειακά και προσωπικά συμφέροντα.

Απαιτούμε τη ριζική αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο, τον προσανατολισμό, τη συγκρότηση και τη λειτουργία των συνεταιρισμών για να διασφαλίζεται η δημοκρατία, η διαφάνεια, η δημόσια λογοδοσία και ο κοινωνικός έλεγχος σε όλα τα στάδια της παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων από το χωράφι και το στάβλο μέχρι το πιάτο του καταναλωτή.

Σας ευχαριστώ

Αναγνώστες